- κώφωμα
- κώφωμαdeafnessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώφωμα — κώφωμα, τὸ (Α) [κωφώ] κωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek